ἀντιμάχονται

ἀντιμάχονται
ἀντιμάχομαι
fight against
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • Χέρμπαρτ, Γιόχαν Φρίντριχ — (Herbart, Όλντενμπουργκ, Κάτω Σαξονία 1776 – Γκέτινγκεν 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Μαθητής στην Ιένα του Φίχτε και του Σίλερ, το 1802 άρχισε τη σταδιοδρομία του ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Γκέτινγκεν, όπου έμεινε έως τον θάνατό του. Η… …   Dictionary of Greek

  • αντιμάχομαι — εχθρεύομαι, μισώ κάποιον: Στενοχωρήθηκε που βρήκε τους χωριανούς του να αντιμάχονται ο ένας τον άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”